Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κινάδιον — κινάδιον, τὸ (Α) [κίναδος] 1. αλεπουδάκι 2. απατεωνίσκος … Dictionary of Greek
κινάδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)